- συλλογέας
- ο, / συλλογεύς, ΝΜΑνεοελλ.συλλέκτης, αυτός που καταρτίζει συλλογή («συλλογέας πινάκων»)μσν.-αρχ.αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («τοὺς συλλογέας τῶν δεκατευομένων καρπῶν», Πολύαιν.)αρχ.(στην Αθήνα) αυτός που εισέπραττε τους φόρους, εισπράκτορας.[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + επίθημα -εύς (πρβλ. διαλογ-εύς)].
Dictionary of Greek. 2013.