συλλογέας

συλλογέας
ο, / συλλογεύς, ΝΜΑ
νεοελλ.
συλλέκτης, αυτός που καταρτίζει συλλογή («συλλογέας πινάκων»)
μσν.-αρχ.
αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («τοὺς συλλογέας τῶν δεκατευομένων καρπῶν», Πολύαιν.)
αρχ.
(στην Αθήνα) αυτός που εισέπραττε τους φόρους, εισπράκτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + επίθημα -εύς (πρβλ. διαλογ-εύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συλλογέας — ο αυτός που συλλέγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλογέας — συλλογέᾱς , συλλογεύς collector masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρουτσελιανή Βιβλιοθήκη — (Biblioteca Marucelliana). Βιβλιοθήκη, ιδρυτής της οποίας υπήρξε ο Φραντσέσκο Μαρουτσέλι (Francesco Marucelli, 1625 1703) διακεκριμένος βιβλιογράφος, συλλογέας και αναζητητής βιβλίων, τα οποία προόριζε για τους άπορους σπουδαστές της Φλωρεντίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”